- ἐδώρησαν
- δωρέωgiveaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PANDORA — I. PANDORA Hosiodo fingitur prima mulier a Vulcano Iovis iussu fabricata, quam singuli dii donis suis ornaverunt, unde et nomen suum sortita est, teste Hesiodô in Ε῎ργ. v. 80. Ο῞τι πάντες Ο᾿λύμπια δώματ᾿ ἔχοντες Δῶρον ἐδώρησαν. Pallas enim… … Hofmann J. Lexicon universale
λιτός — (I) ή, ό (AM λιτός, ή, όν) 1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.) 2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν) η… … Dictionary of Greek